χρυσομίτρης

χρυσομίτρης
χρυσο-μίτρης, ου, [dialect] Dor. [suff] χρυσο-μίτρας, α, ,
A with girdle or headband of gold, epith. of Dionysus, S.OT209 (lyr.); pecul. fem. -μίτρη, of Phoebe, Opp. C.2.2.
2 gold-bound, πίνακες Hippoloch. ap. Ath.4.130b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρυσομίτρης — και χρυσεομίτρης, ὁ, και δωρ. τ. χρυσομίτρας και χρυσεομίτρας, θηλ. χρυσομίτρη και χρυσεομίτρα, Α 1. (το αρσ. ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που φορεί χρυσή μίτρα 2. χρυσόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + μίτρης (< μίτρα / μίτρη),… …   Dictionary of Greek

  • χρυσομίτραν — χρῡσομίτρᾱν , χρυσομίτρης with girdle masc acc sg (attic epic doric aeolic) χρῡσομίτραν , χρυσομίτρης with girdle masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσεομίτρης — και δωρ. τ. χρυσεομίτρας, ὁ, θηλ. χρυσεομίτρα, Α βλ. χρυσομίτρης …   Dictionary of Greek

  • χρυσόμιτρος — ον, Α χρυσομίτρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + μιτρος (< μίτρα), πρβλ. χαλκό μιτρος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσομίτρη — χρῡσομίτρη , χρυσομίτρης with girdle masc voc sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”